εγκαυχώμαι

εγκαυχώμαι
ἐγκαυχῶμαι (-άομαι) (AM)
καυχώμαι για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαυχῶμαι — ἐγκαυχάομαι pride oneself on pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐγκαυχάομαι pride oneself on pres ind mp 1st sg ἐγκαυχάομαι pride oneself on pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”